-
1 ρετσινόλαδο
το касторовое масло -
2 ρετσινόλαδο
[рэциноладо] ουσ. о. касторовое масло, касторка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρετσινόλαδο
-
3 ρετσινόλαδο
[рэциноладо] ουσ ο касторовое масло, касторка. -
4 масло
το έλαι/ο, το λάδιантраценовое - (хим.тех.) το ανθρακενιέλαιοгустое - πυκνό -, παχύ -дизельное - το ντίζελ/die-selкасторовое - το ρετσινόλαδο, το ρετσινέλαιοкукурузное - το καλαμποκέλαιο, το λάδι αραβόσιτουкунжутное - см. сезамовое -льняное - του λινόσπορου, το λινέλαιοмашинное - της μηχανής, το μηχανέλαιοминеральное - ορυκτό -, το ορυκτέλαιοподсолнечное - το σπορέλαιο, το ηλιέλαιοрезиновое - ρητίνης, το ρητινέλαιοсоевое - σόγιας, το σογιέλαιοсоляровое - см. соляртерпентинное - см. скипидартоплёное - το λειωμένο βούτυρο, το βούτυρο μαγειρικήςтрансформаторное - μετασχηματιστών (πλ.)турбинное - (αεροστροβίλου/τουρμπίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масло
-
5 касторка
касторкаж разг τό ρετσινόλαδο[ν]. -
6 касторовый
касторов||ый Iприл фарм. τοῦ ρετσι-νόλαδου:\касторовыйое масло τό ρετσινόλαδο.касторовый IIприл текст. ἀπό ὕφασμα καστόρι, καστόρινος. -
7 ρικινέλαιον
το см. ρετσινόλαδο -
8 ριτσινόλαδο
το см. ρετσινόλαδο -
9 σχέση
[-ις (-εως)] η1) отношение, связь, взаимосвязь;σε σχέση με... ( — или εν σχέσεν προς...) — а) относительно, в отношении (кого-чего-л.); — по отношению к (кому-чему-л.); — б) в связи с (чём-л.);
σε σχέση μ' αυτό — в этой связи, в связи с этим;
δεν έχει καμιά σχέση το ένα με τ' άλλον — одно с другим не вяжется; — одно к другому никакого отношения не имеет;
2) (чаще πλ.) отношения, связи, взаимоотношения;διεθνείς (διπλωματικές) σχέσεις — международные (дипломатические) отношения;
συντροφικές σχέσεις — товарищеские отношения;
διέκοψα κάθε σχέση μαζί του — я порвал с ним всякие отношения;
δεν έχω σχέσεις μ' αυτόν — у меня с ним нет никаких отношений;
3) связь (любовная);ερωτικές σχέσεις — любовные связи;
§ τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; — похож, как гвоздь на панихиду
-
10 φάντες
φάντης ο карт, валет;§ παρουσιάζομαι σα φάντες μπαστούνι — явиться нежданно-негаданно, свалиться как снег на голову;
τί έχει να κάνει ( — или τί σχέση έχει) ο φάντες με το ρετσινόλαδο — похож как гвоздь на панихиду; — ничего похожего
-
11 castor oil
(an oil from a tropical plant, used in medicine etc.) ρετσινόλαδο -
12 касторка
[καστόρκα] ουσ. θ. ρετσινόλαδο -
13 касторка
[καστόρκα] ουσ θ ρετσινόλαδο -
14 касторка
-и θ.ρετσινόλαδο, κικινέλαιο. -
15 клещевинный
επ.του ρίκινου, του κικιού•-ое масло κικινέλαιο (ρετσινόλαδο).
См. также в других словарях:
ρετσινόλαδο — και ριτσινόλαδο, το, Ν αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς τής ρετσινολαδιάς και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, καθώς και ως καθαρτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ριτσινόλαδο < ιταλ. ricino βλ. λ. ρίκινος) < λατ. ricinus «είδος φυτού» + λάδι … Dictionary of Greek
ρετσινόλαδο — το το καθαρτικό φάρμακο κικινέλαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρετσινολαδιά — (ρίκινος ο κοινός). Φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών (δικοτυλήδονα). Στις χώρες καταγωγής του (τροπική Αφρική) αναπτύσσει ξυλώδη βλαστό σε μέγεθος δεντρώδες (10 μ.)· καλλιεργείται στα εύκρατα κλίματα και είναι ποώδες (1 3 μ.). Ο βλαστός είναι … Dictionary of Greek
ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) … Dictionary of Greek
κίκι — το (Α κίκι και κῑκι, εως και ιος) το φυτό ρίκινος αρχ. το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό τού φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως. ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ ικιον. ΣΥΝΘ. αρχ.… … Dictionary of Greek
καστορέλαιο — το (φαρμ.) το ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. castor oil < Κάστορ + oil (< λατ. oleum < έλαιον)] … Dictionary of Greek
κικινέλαιο — Λιπαρό έλαιο, σχεδόν άχρωμο και άοσμο, με δυσάρεστη γεύση, το οποίο λαμβάνεται από το φυτό ρετσινολαδιά (ρίκινος ο κοινός). Έχει μεγάλο ιξώδες ειδικό βάρος 0,96 0,97 gr/cm3 και είναι διαλυτό στην απόλυτη αλκοόλη, στον αιθέρα, στο χλωροφόρμιο κ.α … Dictionary of Greek
κικιουργός — κικιουργός, ὁ (Α) αυτός που παρασκευάζει κίκι*, κικινέλαιο, ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek
ρετσινόκλαδο — το, Ν βοτ. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία κρότων ο ρητινώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. τού λατ. ricinus «είδος φυτού» (βλ. και λ. ρετσινόλαδο)] … Dictionary of Greek
ρητινέλαιο — το, Ν 1. συν. στον πληθ. τα ρητινέλαια χημ. έλαια προερχόμενα από ξηρά απόσταξη διαφόρων ρητινών 2. (κατά παρετυμολ.) το ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + έλαιο] … Dictionary of Greek
ρικινέλαιο — το, Ν χημ. μη πτητικό έλαιο που λαμβάνεται από τα σπέρματα τού είδους Ricinus communis τού γένους Ρίκινος, αλλ. κικινέλαιο ή καστορέλαιο, κν. ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίκινος + έλαιο] … Dictionary of Greek